- αντικατάλλαγμα
- το (AM ἀντικατάλλαγμα)νεοελλ.κάθε τι που απέκτησε ο νομέας της κληρονομιάς με εκποίηση αρχικού αντικειμένου της κληρονομιάς, το οποίο και αντικαθιστάαρχ.-μσν.αυτό που δίνεται ως αντάλλαγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικατάλλαγμα — satisfaction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντικαταλλάγματα — ἀντικατάλλαγμα satisfaction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)